-
1 глубина
-ы θ. (κυρλξ. κ. μτφ.) βάθος•глубина озера το βάθος της λίμνης•
глубина пещеры το βάθος της σπηλιάς•
в -е души, сердца στο βάθος της ψυχής, της καρδιάς ή στα μύχια (ενδόμυχα) της ψυχής, της καρδιάς•
до -ы души, сердца ως τα βάθη της ψυχής, της καρδιάς•
от -ы души, сердца από τα βάθη της ψυχής, της καρδίας•
в -е веков στο βάθος των αιώνων.
-
2 εκδεχομαι
ион. ἐκδέκομαι1) принимать(τί τινι Hom. и τινά τινι Aesch.)
πανὸν ἐκδέξασθαι Aesch. — принять огненный сигнал, т.е. зажечь ответный сигнальный огонь2) принимать по наследству, наследовать3) принимать на себя, приписывать себе(πάντα ἁμαρτήματα Dem.)
4) принимать на себя, предпринимать(πόλεμον Plat.)
5) перенимать, наследовать, продолжатьοἱ Μῆδοι μὲν ὑπεξήϊσαν, οἱ δὲ Πέρσαι ἐκδεξόμενοι ἐπήϊσαν Her. — мидяне отступили, а на их место вступили персы;
ἐκ τῶν πλόων ἐκδέκεται περίοδος τῆς λίμνης Her. — продолжением плавания служит объезд озера, т.е. проплыв (реку), приходится объезжать озеро;ἥ ἀπὸ τῆς Περσικῆς ἐκδεκομένη Ἀσσυρίη Her. — Ассирия, непосредственно граничащая с Персией;ὥσπερ σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον Plat. — взяв в свою очередь слово, точно (перехватив) мяч;ὅ μὲν πρῶτος εἰπὼν Ἀριστόδημος ἦν, ὅ δ΄ ἐκδεξάμενος Φιλοκράτης Dem. — первым заговорил Аристодем, а ему на смену выступил Филократ6) перенимать, усваивать7) архит. поддерживать, подпирать8) (вос)принимать (в том или ином смысле), понимать(οὐκ ὀρθῶς τοὺς λόγους τινός Polyb.)
οὕτω τέν ἀσωτίαν ἐκδεχόμεθα Arst. — вот что мы понимаем под расточительностью9) выжидать, ждатьμένων κεῖνον ἐνθάδ΄ ἐκδέχου Soph. — останься и жди его здесь;
τοὺς ἐξεδέξατο οὐκ ἐλλάσσων πόνος τοῦ Μηδικοῦ Her. — их ждало бедствие не меньшее, чем война с мидянами;κοσμίως τὸ τῆς δίκης τέλος ἐκοεχόμενος Plut. — спокойно ожидая исхода процесса -
3 ἔνερθε
ἔνερθε, vor Vocalen u. nach Versbedarf bei Dichtern ἔνερϑεν, dor. nach Apoll. Dysc. ἔνερϑα, ep. auch νέρϑεν, w. m. s., – 1) von unten, von untenher; im Ggstz von ὑψόϑεν, Il. 20, 56; von ὕπερϑε, 13, 75; vgl. 20, 57 Od. 13, 163; πέμψατ' ἔνερϑεν (aus der Unterwelt) ψυχὴν ἐς φῶς Aesch. Pers. 622, vgl. 218, wie Eur. οὐ γὰρ ἀνάξεις ποτ' ἔνερϑεν τοὺς φϑιμένους ἄνω, Alc. 985, vgl. Hero. Fur. 608. – 2) unten, bes. ἔνερϑ' ὑπὸ γᾶν, unter die Erde, Pind. P. 9, 84; ἔνερϑ' ὑπὸ γῆς Hes. Th. 720; οἱ ἔν. ϑεοί, Götter der Unterwelt, Il. 14, 274; bei Aesch. Ch. 123 οἱ γῆς ἔν. δαίμονες; von den Todten οἱ ἔν. νεκροί Soph. Ant. 25 u. A. Häufig c. gen., ἔνερϑ' Ἀΐδεω, unterhalb des Hades, Il. 8, 16; ἀγκῶνος, ϑώρηκος ἔν., 11, 234. 252; οἱ ἔνερϑε τῆς λίμνης οἰκέοντες Her. 2, 13. 4, 65; χϑονός Aesch. Prom. 498, der auch οἱ ἔν. καὶ κάτω χϑονός vrbdt, Eum. 977; μαστῶν Luc. D. Mar. 14, 3; übertr., ἐχϑρῶν ἔν. ὄντα, unterlegen, Soph. Phil. 662, wie τῆς ῥητορικῆς μεγαληγορίας Luc. rhet. praec. 4.
-
4 επιβασις
- εως ἥ1) путь, дорога, тропа(τέν ἐπίβασιν ἄδηλον ποιεῖν Polyb.)
μηδὲν ἔχειν στερέμνιον εἰς ἐπίβασιν Diod. — не иметь твердой почвы под ногами2) восхождение, подъем3) ( о животных) покрывание, случка(αἱ τῶν ὄνων ἐπιβάσεις Plut.)
4) подступ(ἐπιβάσεις καὴ ὁρμαί Plat.)
5) нападение, нанесение удара(ἐπίβασιν ἔς τινα ποιεῖν Her.; ἐπίβασιν ἀνακόπτειν Luc.)
6) разлив(τῆς λίμνης Plut.; pl. τῆς θαλάσσης Polyb.)
7) рит. нарастание, климакс, градация -
5 καθύπερθε
καθύπερθε [pron. full] [ῠ], poet. before a vowel [suff] καθύπερ-θεν (also v.l. in Th.5.59, S. El. 1090 (lyr.)); [dialect] Ion. [full] κατύπερθε: Adv.:—A from above, down from above,δεινὸν δὲ λόφος κ. ἔνευεν Il.3.337
, cf. 22.196, Od.12.442, etc.;κ. μελαθρόφιν 8.279
;ἐκ μὲν τοῦ πεδίου.., κ. δέ.. Th.5.59
, cf.IG12.398: c. gen., .2 atop, above, opp. ὑπένερθε, Od.10.353; κ. ἐπιρρέει floats atop, Il.2.754;κ. τῶν ὅπλων τοῦ τόνου Hdt.7.36
; of geographical position,Λέσβος ἄνω.., καὶ Φρυγίη καθύπερθε Il.24.545
: c. gen., καθύπερθε Χίοιο above, i.e. north of, Chios, Od.3.170: in Prose, (Abu Simbel, vi B. C.); ἡ Χώρη ἡ κ. Hdt.4.8;ἡ κ. ὁδός Id.1.104
, etc.; τὰ κ. the upper country, i.e. farther inland,τὰ κ. τῆς λίμνης Id.2.5
; τὰ κ. τῆς θηριώδεος ib.32;τοῖσι κ. Ἀσσυρίων οἰκημένοισι Id.1.194
.3 above, having the upper hand of, κ. γενέσθαι τινός, prop., of a wrestler who falls atop of his opponent, ib.67, 8.60.γ; κ. Χερὶ πλούτῳ τε τῶν ἐχθρῶν S.El.
l.c. (lyr.); also, of affairs,ἐλογίζετο.. κ. οἱ τὰ πρήγματα ἔσεσθαι τῶν Ἑλληνικῶν Hdt.8.136
;κακοὶ δ' ἀγαθῶν καθύπερθεν Thgn.679
; μόχθου κ. superior to misery, unconquered by it, Pi.P.9.31; alsoκ. ἤ.. Hdt.8.75
.II of Time, before, c. gen., Id.5.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθύπερθε
-
6 ἐκδέχομαι
I mostly of persons,1 take or receive from another,οἵ οἱ σάκος ἐξεδέχοντο Il.13.710
;Ὀρέστην ἐξεδεξάμην πατρί A.Ch. 762
; of a beacon-fire,τρίτον Ἀθῷον αἶπος..ἐξεδέξατο Id.Ag. 285
; ἐ. τὴν αἰτίαν take it on oneself, D.19.37.2 of a successor,ἐ. τὴν βασιληΐην Hdt.1.26
, etc.: freq. with acc. omitted, ἐξεδέξατο Σαδυάττης (sc. τὴν βασιληΐην) S. succeeded, ib.16, cf. 103,al. ; παῖς παρὰ πατρὸς ἐκδεκόμενος τὴν ἀρχήν, [τὴν τέχνην], Id.1.7,2.166 ; so ἐκδεξάμενοι (sc. τὴν μάχην) Id.7.211.3 take up the argument,ὥσπερ σφαῖραν ἐ. τὸν λόγον Pl.Euthd. 277b
; ἐκδεξάμενος (sc. τὸν λόγον) ;ὁ μὲν πρῶτος εἰπὼν..ὁ δ' ἐκδεξάμενος D.18.21
.4 wait for, expect,κεῖνον ἐνθάδ' ἐ. S.Ph. 123
;ἐλέφαντας Plb.3.45.6
;ἀλλήλους 1 Ep.Cor.11.33
; ἐ. μεθ' ἡσυχίας ἕως.. D.H.6.67 ; πότε.. Tryph.l.c.: abs., wait, ἕως.. POxy.1673.8 (ii A.D.).5 take or understand in a certain sense,οὕτω δὴ τὴν ἀσωτίαν ἐκδεχόμεθα Arist.EN 1120a3
;τοὺς λόγους Plb.10.18.12
;πρὸς τὸ συμφέρον D.S.14.56
.II of events, await, τοὺς Σκύθας..ἐξεδέξατο οὐκ ἐλάσσων πόνος Hdt.4.1
; ἐ. [ αὐτοὺς]περίοδος τῆς λίμνης μακρή Id.1.185
.2 of contiguous countries, come next, ἀπὸ ταύτης (sc. τῆς Περσικῆς)ἐ. Ἀσσυρίη Id.4.39
, cf. 99, Peripl.M. Rubr.27.3 in Archit., support,καμάραν D.S.18.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκδέχομαι
-
7 πελικάνιον
πελικάνιον, τό, dim. von πελίκη, Theophr., der es χύτροι u. βαϑύσματα τῆς λίμνης erkl., tiefe Stellen der See.
-
8 αδιαγνωστος
-
9 ανατελλω
поэт. ἀντέλλω1) выращивать или (по)рождать, производить, создавать(ἀμβροσίην τοῖς ἵπποις Hom.; Δήμητρος στάχυν Aesch.; μυρία κακὰ ἀπό τινος Soph.; φλόξ ἀνατελλομένα Pind.)
ἀ. τὸν ἥλιον NT. — велеть восходить солнцу2) вытекать(ἐκ τῆς λίμνης Her.)
3) восходить(πρὸς ἠέλιον ἀνατέλλοντα Her.; σελήνη ἀνατέλλει Arph.)
4) подниматься, вздыматься(καπνὸς ἀνατέλλων Plut.)
5) вырастать(ἀντέλλουσα θρίξ Aesch.; ὀδόντες ἀνατέλλουσιν Arst.)
-
10 рапа
το αλατούχο νερό της λίμνης, η άλμη, η σαλαμούρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рапа
-
11 эстуарий
геогр. о ποταμόκολπος, η στομιολίμνη, το στόμιο της λίμνης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эстуарий
-
12 убавиться
убавить||сяἐλαττώνομαι, λιγοστεύω (άμβτ.):дни заметно убавились οἱ μέρες μίκραιναν πολύ· воды в озере убавилось τό νερό τής λίμνης λιγόστεψε. -
13 заполнение
-я ουδ.συμπλήρωση•заполнение анкеты συμπλήρωση ερωτηματολογίου.
|| γέμισμα, πλήρωση•заполнение озера песком и илом γέμισμα της λίμνης με αμμόλασπη.
-
14 σαπέρδης
A the fish κορακῖνος, prob. the great Nile-perch, Tilapia nilotica, Hp.Int.25, Ar.Frr.414,686, Archipp.26; a Pontic fish acc. to Archestr.Fr.38.3;σ. τῶν ἐκ τῆς λίμνης PCair.Zen.680.33
(iii B.C.); found in the Maeander, Porph.Abst.3.5; both the κορακῖνος and the πλατίστακος were called ς. acc. to Parmeno ap. Ath.7.308f; cf. σαπερδίς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαπέρδης
-
15 ἔνερθε
ἔνερθε and [suff] ἐνέρευθ-θεν; [dialect] Dor. [full] ἔνερθα A.D.Adv.153.17; also [full] νέρθε and [suff] ἐνέρευθ-θεν:I Adv. from beneath, up from below,αὐτὰρ νέρθε Ποσειδάων ἐτίναξε Il.20.57
;πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν εἰς φῶς A.Pers. 630
;τήνδ' ἔπεμψας νέρθεν ἐς φάος E.Alc. 1139
, cf. 985 (lyr.);ν. ἀνακαλούμενον Id.Hel. 966
.2 without sense of motion, beneath, below,ἔ. πόδες καὶ χεῖρες ὕπερθε Il.13.75
, cf. 78;ῥαίνοντο δὲ νέρθε κονίῃ [ἵπποι] 11.282
, cf. 535, etc.;πρόσωπά τε ν. τε γοῦνα Od.20.352
; esp. of the nether world, οἱ ἔ. θεοί the gods below, Il.14.274;τοῖς ἔ. νεκροῖς S.Ant.25
(lyr.), cf. El. 1068;κοίταν ἔχει ν. Id.OC 1707
(lyr.); ἔνερθ' ὑπὸ γῆς, ὑπὸ γᾶν, Hes. Th. 720, Pi.P.9.81;τοῖς.. ν. κἀπὶ γῆς ἄνω S. OT 416
; below, i.e. in the vale, E.Ba. 752;βαιὸν δ' ἔ. S.Ph.20
.II as Prep. with gen., before or after its case, beneath, below,ἀγκῶνος ἔ. Il.11.252
, cf. 234;γαίης ν. καὶ.. θαλάσσης 14.204
;ν. γῆς Od.11.302
;ἔνερθ' Ἀΐδεω Il.8.16
;γῆς ἔνερθ' ᾤχου θανών S.Fr. 686
, cf. E.Ph. 505.2 subject to, in the power of,ἐχθρῶν ἔ. ὄντα S.Ph. 666
. —Never in [dialect] Att. Prose; used by Hdt.,ἔ. τῆς λίμνης 2.13
(abs. in metaph. sense, inferior,τοῖς ἅπασι 1.91
); also in IG4.1485.57 (Epid.), Aret.CD1.3, Luc.Rh.Pr.4; in form νέρθε, IG12(2).74b21 (Mytil., iii B.C.). -
16 ὑποσύρω
A drag down,τὰς ἁμάξας εἰς τὸν ποταμόν Plu.Pyrrh. 28
; ὑ. τὰ σκέλη trip them up, D.S.17.100;ὑ. τὸν πόδα Luc.Anach. 27
:—[voice] Pass., ὑποσῠρέντων τῶν ἵππων if the horses were tripped up, Sch. Il.Oxy.221 xii 33;ὑπεσύρησαν εἰς τὸ βαθὺ τῆς λίμνης Ach.Tat.4.14
: metaph., to be brought down,Dam.
Pr. 106;ὅταν.. οἱ κάμνοντες εἰς τὴν τοιαύτην ὑποσύρωνται τοῦ σώματος διάθεσιν Gal.15.607
:—[voice] Med., draw off downwards, undermine,χώματα App.Mith.76
(so the [voice] Act., v. l. in J.BJ2.19.5); purge,Nic.
Al. 367 (so in [voice] Pass.,ὑποσυρέσθω ἡ κοιλία Archig.
ap. Aët.6.7).II metaph., trip up, Plu.2.446b ([voice] Pass.); draw away gradually, seduce, in [voice] Pass., S.E.M.8.241, Gal.1.317, 17(1).619; entrance, beguile, ([voice] Act.), 33 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποσύρω
-
17 σωτηρία
σωτηρία, ας, ἡ (Trag., Hdt.+)① deliverance, preservation, w. focus on physical aspect: fr. impending death, esp. on the sea (IMaronIsis 11; Diod S 3, 40, 1 λιμὴν σωτηρίας; 2 Macc 3:32; GrBar 1:3; Philo, Mos. 1, 317; Jos., Ant. 7, 5; 183; Ar. 3, 2) Ac 27:34; Hb 11:7. Of the deliverance of the Israelites fr. Egyptian bondage (Jos., Ant. 2, 331) Ac 7:25 (διδόναι σωτηρίαν on the part of a deity: Menand., Col. Fgm. 292, 5=1, 5 Kö.). Survival of a hand punished by fire GJs 20:3. A transition to mng. 2 is found in Lk 1:71, where σωτηρία ἐξ ἐχθρῶν ἡμῶν deliverance from the hand of our enemies is expected (cp. Ps 105:10 and ApcPt Rainer ἐν σωτηρίᾳ Ἀχερουσίας λίμνης, where the ref. is to a baptism marking the beginning of life in Elysium); 1 Cl 39:9 (Job 5:4).—S. λίμνη, end.② salvation, w. focus on transcendent aspects (LXX, Just., Iren; cp. Herm. Wr. 7, 2 [on salvation through gnosis s. GLuck, SBLSP 24, ’85, 315–20]; Ael. Aristid., Sacr. Serm. 3, 46 p. 424 Keil ἐγένετο φῶς παρὰ τῆς Ἴσιδος καὶ ἕτερα ἀμύθητα φέροντα εἰς σωτηρίαν; the Hymn to Attis in Firmicus Maternus, De Errore Prof. Relig. 22, 1 Θαρρεῖτε μύσται τοῦ θεοῦ σεσωσμένου. Ἔσται γὰρ ὑμῖν ἐκ πόνων σωτηρία [HHepding, Attis, seine Mythen u. sein Kult 1903, 167]. The Lat. ‘salus’ in the description of the Isis ceremony in Apuleius corresponds to the Gk. σωτηρία [GAnrich, Das antike Mysterienwesen 1894, 47f; Rtzst., Mysterienrel.3 39]). In our lit. this sense is found only in connection w. Jesus Christ as Savior. This salvation makes itself known and felt in the present, but it will be completely disclosed in the future. Opp. ἀπώλεια Phil 1:28 (Mel., P. 49, 356; on the probability of military metaphor s. EKrentz, in Origins and Method, JHurd Festschr., ed. BMcLean, ’93, 125f); θάνατος (cp. Damasc., Vi. Isid. 131: through Attis and the Mother of the Gods there comes ἡ ἐξ ᾅδου γεγονυῖα ἡμῶν σωτ.) 2 Cor 7:10; ὀργή 1 Th 5:9. W. ζωή 2 Cl 19:1; ζωὴ αἰώνιος IEph 18:1. σωτηρία αἰώνιος (Is 45:17) Hb 5:9; short ending of Mk; ἣ κοινὴ ἡμῶν σωτ. Jd 3 (SIG 409, 33f ἀγωνιζόμενος ὑπὲρ τῆς κοινῆς σωτηρίας); σωτ. ψυχῶν salvation of souls 1 Pt 1:9 (ς. τῶν ψυχῶν Hippol., Ref. 10, 19, 3); cp. vs. 10 (ESelwyn, 1 Pt ’46, 252f). σωτηρία ἡ τῶν ἐκλεκτῶν MPol 22:1. ἡ τῶν σῳζομένων σωτ. 17:2 (ἡ ς. τῶν μετανοούντων Did., Gen. 71, 28; σωτηρία τῶν ἀγαθῶν Hippol., Ref. 7, 28, 6; ἡ τῶν ἀνθρώπων ς. Orig., C. Cels. 4, 73, 13). On κέρας σωτηρίας Lk 1:69 s. κέρας 3. σωτηρίας as objective gen. dependent upon various nouns: γνῶσις σωτηρίας Lk 1:77; ἐλπὶς σωτ. (TestJob 24:1; cp. Philemo Com. 181 οἱ θεὸν σέβοντες ἐλπίδας καλὰς ἔχουσιν εἰς σωτηρίαν) 1 Th 5:8; 2 Cl 1:7; ἔνδειξις σωτ. Phil 1:28 (opp. ἀπώλεια). τὸ εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας ὑμῶν Eph 1:13. ὁ λόγος τῆς σωτηρίας ταύτης Ac 13:26. ὁδὸς σωτηρίας way to salvation 16:17; περιποίησις σωτ. 1 Th 5:9. ἡμέρα σωτηρίας (quot. fr. Is 49:8) of the day when the apostle calls them to salvation 2 Cor 6:2ab (cp. the mystery in Apuleius, Metam. 11, 5 ‘dies salutaris’ = ‘day of initiation’). Christ is ὁ ἀρχηγὸς τῆς σωτ. Hb 2:10 (ἀρχηγός 3). ὁ θεὸς τῆς σωτ. μου 1 Cl 18:14 (Ps 50:16).—Used w. verbs: ἔχειν σωτηρίαν Hv 2, 2, 5; 3, 6, 1; m 10, 2, 4; 12, 3, 6. κληρονομεῖν σωτηρίαν Hb 1:14. τὴν ἑαυτοῦ σωτ. κατεργάζεσθαι Phil 2:12 (κατεργάζομαι 2). σωτηρίας τυχεῖν τῆς ἐν Χριστῷ Ἰ. 2 Ti 2:10 (τυχεῖν σωτηρίας: Diod S 11, 4, 4; 11, 9, 1). εἰς σωτηρίαν for salvation (i.e. to appropriate it for oneself or grant it to another) Ro 1:16; 10:1, 10; 2 Cor 7:10; Phil 1:19 (ἀποβαίνω 2); 2 Th 2:13; 2 Ti 3:15; 1 Pt 2:2. πόρρω … ἀπὸ τῆς σωτ. 1Cl 39:9 (Job 3:4). τὰ ἀνήκοντα εἰς σωτηρίαν the things that pertain to salvation 1 Cl 45:1; B 17:1 (cp. SIG 1157, 12f).—σωτηρία is plainly expected to be fully culminated w. the second coming of the Lord Ro 13:11; Hb 9:28; 1 Pt 1:5.—(ἡ) σωτηρία without further qualification= salvation is also found Lk 19:9 (cp. GJs 19:2); J 4:22 (ἡ σωτ. ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν); Ac 4:12 (cp. Jos., Ant. 3, 23 ἐν θεῷ εἶναι τ. σωτηρίαν αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐν ἄλλῳ); Ro 11:11; 2 Cor 1:6; Hb 2:3 (τηλικαύτη σωτ.); 6:9. ἡ σωτ. ἡμῶν 2 Cl 1:1; 17:5; B 2:10.—Christ died even for the salvation of the repentant Ninevites in the time of Jonah 1 Cl 7:7; cp. vs. 4.—σωτηρία stands by metonymy for σωτήρ (in the quot. fr. Is 49:6) τοῦ εἶναί σε εἰς σωτηρίαν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς Ac 13:47; B 14:8. On the other hand, for a circumstance favorable for our attainment of salvation ἡγεῖσθαί τι σωτηρίαν 2 Pt 3:15.—In the three places in Rv in which σωτ. appears as part of a doxology we have a Hebraism (salvation as victory intimately associated w. God; PEllingworth, BT 34, ’83, 444f; cp. Ps 3:9 and PsSol 10:8 τοῦ κυρίου ἡ σωτηρία) 7:10; 12:10; 19:1.—LMarshall, Challenge of NT Ethics ’47, 248–66; HHaerens, Σωτήρ et σωτηρία dans la religion grecque: Studia Hellenistica 5, ’48, 57–68; FDölger, Ac 6, ’50, 257–63.—DELG s.v. σῶς. RLoewe, JTS 32, ’81, 341–68 (ins pp. 364–68). DBS XI 486–739. M-M. TW. Spicq. Sv. -
18 πύλη
A one wing of a pair of double gates,ὀλίγον τι παρακλίναντες τὴν ἑτέρην π. Hdt.3.156
: mostly in pl., gates of a town (whereas θύρα = house-door),Σκαιαὶ π. Il.3.145
, etc.;π. εὖ ἀραρυίας 7.339
;πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας 12.454
;πεπταμένας ἐν χερσὶ π. ἔχετε 21.531
; ἄνεσάν τε π. καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας ib. 537;π. ἀνοῖξαι A.Ag. 604
;π. κλῇσαι Pl.R. 560c
(the Art. is freq. omitted even in Prose): pl. of several gates, A.Th. 125; ἐν πύλαις in or at the gates, ib. 160, 213 (both lyr.), al.; πρὸς πύλαις ib. 377, 457;ἐπὶ ταῖς πύλαισιν, οὗ τὸ τάριχος ὤνιον Ar.Eq. 1247
.2 in Trag. sts. of the house-door,δωμάτων πύλαι A.Ch. 732
, cf. 561; γυναικείους π. gate or door leading to the women's apartments, ib. 878; ;ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν Id.Ant.18
: also in sg., ib. 1186, El. 818; of the door of a tent, Id.Aj.11;πύλης ἄναξ θυρωρέ Id.Fr. 775
.3 πύλαι Ἀΐδαο the gates of the nether world, periphr.for hell, Il.5.646,9.312, Od.14.156;Ἅιδου πύλαι A.Ag. 1291
, cf. Ev.Matt.16.18, etc.; alsoσκότου πύλαι E.Hec.1
;νερτέρων π. Id.Hipp. 1447
.4 custom-house, PTeb.5.34 (ii B.C.); τετελώνηται διὰ πύλης has paid the customs, BGU 1592(iii A.D.), etc.;τὸ σύμβολον τῆς ἱερᾶς Συηνιτικῆς π. PStrassb.79.10
(i B.C.);μισθωταὶ ἱερᾶς π. Σοήνης Ostr. 106
(ii A.D.), al., cf. Ostr.Bodl.v C 1 (ii A.D.),II generally, entrance, orifice,ἀμφὶ πύλας ἰσθμοῖο Emp.100.19
;ἀναπεπταμένας ἔχω τῶν ὤτων τὰς π. Ath.4.169a
;πύλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε Pl.Smp. 218b
; ἡλίου πύλαι, Pythag. name for the eyes, D.L.8.29; portal fissure of the liver,π. καὶ δοχαὶ χολῆς E.El. 828
, cf. Hp.Epid. 2.4.1, Anat.1, Pl.Ti. 71c, Arist.HA 496b32, Gal.15.145; portal vein of the liver, Ruf.Onom. 179, Gal.2.785,5.542.b pl., of the carceres in the circus, Aristid.1.124J.c metaph.,πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν Pi.O.6.27
;ἐπέων π. B.Fr.4
;ἐν πύλαις γήρως D.C.57.24
, cf. 76.7.2 entrance into a country through mountains, pass, Hdt.5.52: hence, Πύλαι, αἱ, the common name for Θερμοπύλαι, the Gates of Greece, Id.7.201, etc.: of other passes,π. τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Συρίας X.An.1.4.4
; αἱ Σύριαι π. ib.5; αἱ Κάσπιαι π. Str.11.12.1;π. Λύδιαι Id.13.1.65
; Ἀμανίδες π. Id.14.5.18, 16.2.8 (αἱ Ἀμανικαὶ καλούμεναι Arr.An.2.7.1
): these passes were sometimes really barred by gates, Hdt.7.176, cf. 3.117, 5.52, X. l.c.: the Isthmus is called πόντοιο πύλαι, Pi.N.10.27;Κορίνθου π. Id.O.9.86
;αἱ π. τῆς Πελοποννήσου X.Ages.2.17
; Πέλοπος νάσου θεόδματοι π. B.p.437 J.3 of narrow straits, by which one enters a broad sea, Πύλαι Γαδειρίδες the Straits of Gibraltar, Pi.Fr. 256; ἐπ' αὐταῖς στενοπόροις λίμνης π., of the Thracian Bosporus, A.Pr. 729; ἐν πύλαις, of the Euripus, E.IA 803. -
19 ἔσχατος
ἔσχατος, η, ον (auch 2 Endgn, Arat. Phaen. 625. 628 u. Lesart der mss. Strab. 2, 5, 14), der äußerste, letzte, entlegenste; bei Hom. nur örtlich, der z. B. die Aethiopen ἔσχατοι ἀνδρῶν nennt, die am äußersten Rande der Erde wohnten, Od. 1, 23; ähnl. von den Phäaken, 6, 205; vgl. auch Il. 10, 434; ναυτιλία, πλοῠς, Pind. N. 3, 21 P. 10, 28; γᾶς ἔσχατον τόπον Aesch. Prom. 416; ὅροι 669, vgl. Pers. 848; so auch Soph. Tr. 1090; τάξιν ἐσχάτην ἔχει Ai. 4; στήλη, am äußersten Ziele, El. 710; πρὸς τὴν ἕω ἐσχάτη τῶν οἰκουμένων ἡ Ἰνδική Her. 3, 106; τὰ ἔσχατα τοῦ ἄστεος, τῶν στρατοπέδων, Thuc. 8, 95. 4, 96; ἔσχατοι τῆς ἀρχῆς ἦσαν, sie wohnten an den äußersten Gränzen, 2, 96; ἕως ἐξ ἐσχάτων εἰς ἔσχατα ἀπίκετο καὶ τῆς ἵππου καὶ τοῠ πεζοῠ, von einem Ende zum andern, Her. 7, 100; παρ' ἔσχατα τῆς Αχερουσιάδος λίμνης Plat. Phaed. 113 h; σάρκες Soph. Tr. 1042, das Innerste. – Oft übertr., das Aeußerste, Letzte, Höchste, τὸ ἔσχατον κορυφοῠται βασιλεῠσι P^ind. Ol. 1, 113; ἐλπίδες I. 6, 36; προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον ϑράσους Soph. Ant. 846; ἔσχατ' ἐσχάτων κακά, die allergrößten, Phil. 65; πόνος καὶ ἀγών Plat. Phaedr. 247 d; ἀδικία, die äußerste Ungerechtigkeit, Rep. II, 361 a; τὸ πάντων μέγιστόν τε καὶ ἔσχατον πάσχειν Phaed. 83 c; ἐπ' ἔσχατον ἐλϑεῖν ἀηδίας Phaedr. 240 d; ἐπὶ τὸ ἔσχ. τοῦ ἀγῶνος ἐλϑεῖν Thuc. 4, 92; ἐς τὸ ἔσχ. τοῦ κακοὺ ἀπιγμένοι Her. 8, 52; κίνδυνος Dem. 59, 1; – τὰ ἔσχατα παϑεῖν, das Aergste, gew. den Tod erleiden, Xen. u. A., u. so vorzugsweise von schlimmen Dingen. – Der Letzte, Niedrigste, Schlechteste, ἀνδράποδον Alciphr. 3, 43. – Von der Zeit, zuletzt, ἔσχατόν σου τοὐμὸν ἅπτεται δέμας Soph. O. C. 1547; διεκαρτέρεε ἐς τὸ ἔσχατον, bis zuletzt, Her. 7, 107; Thuc. 3, 46; τὸ ἔσχατον, adverbial, zuletzt, Plat. Gorg. 473 c u. öfter. – Comp. ἐσχατώτερος, Arist. metaph. 10, 4; τὰ ἐσχατώτατα παϑών Xen. Hell. 2, 3, 49. – Adv. ἐσχάτως, äußerst, höchst, z. B. φιλοπόλεμος Xen. An. 2, 6, 1; διακεῖσϑαι, ἔχειν, sich in der elendesten Lage befinden, Pol. 1, 24, 2 u. a. Sp.
-
20 ανακοπη
ἥ1) преграда, препятствие(ἀ. τραχεῖα Plut.)
2) задержка, прекращение(τῆς προθυμίας Plut.)
3) отлив (sc. τῆς θαλάσσης Plut.)4) застаивающаяся (после разлива) вода, стоячий водоем(τῆς Μαιώτιδος λίμνης Plut.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Λίμνης — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Λίμνης λειτουργεί από το 1993 σ’ ένα όμορφο νεοκλασικίζον διώροφο κτίριο που χτίστηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αι., το οποίο ανήκε στην οικογένεια Ευαγγελινών Φλώκων. Ύστερα από μία ριζική ανακαίνιση, που… … Dictionary of Greek
Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… … Dictionary of Greek
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek
Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek